σέπαλο

σέπαλο
το
κάθε μικρό φύλλο απ' αυτά που περιβάλλουν τον κάλυκα του άνθους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σέπαλο — Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων… …   Dictionary of Greek

  • κυπριπέδιο — (Cypripedium). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών (μονοκοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον 34 είδη· πολλά από αυτά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα ωραία και ιδιόμορφα άνθη τους, γνωστά ως ορχιδέες. Έχουν… …   Dictionary of Greek

  • σεπαλοειδής — ές, Ν ο όμοιος με σέπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέπαλο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μονοσέπαλος — η, ο βοτ. 1. (για άνθη) αυτός τού οποίου ο κάλυκας έχει σέπαλα ενωμένα, αλλ. συσσέπαλος 2. φρ. «μονοσέπαλος κάλυκας» κάλυκας ενός άνθους ο οποίος αποτελείται από συμφυή σέπαλα, αλλ. συσσέπαλος κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • μονόφυλλος — η, ο (ΑΜ μονόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο νεοελλ. μσν. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο… …   Dictionary of Greek

  • πολυσέπαλος — ο, η, Ν (για άνθος) αυτός που τα σέπαλά του δεν είναι ενωμένα μεταξύ τους και εισέρχονται ελεύθερα στην ανθοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysepalous (< πολυ * + σέπαλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • συσσέπαλος — η, ο, Ν φρ. «συσσέπαλο άνθος» βοτ. το άνθος που τα χείλη τών σέπαλων του συμφύονται σχηματίζοντας έναν σωληνόμορφο κάλυκα, αλλ. γαμοσέπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σέπαλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυχλοπαιδιχόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • τέπαλο — το, Ν βοτ. καθένα από τα τμήματα τού περιανθέου όταν αυτό δεν διακρίνεται σε πέταλα και σέπαλα, όπως λ.χ. το περιάνθιο τών φυτών που ανήκουν στην τάξη λιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tepale, άλλος τ. τού petale κατ… …   Dictionary of Greek

  • τετρασέπαλος — η, ο, Ν (για άνθη και κάλυκες) αυτός που φέρει τέσσερα σέπαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σέπαλο] …   Dictionary of Greek

  • χωριστοσέπαλος — και χωρισέπαλος, η, ο, Ν βοτ. (για κάλυκα άνθους) αυτός τού οποίου τα σέπαλα είναι χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριστός + σέπαλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”